ΛΑΟΥΤΟ
Το λαούτο είναι ένα από τα πιο σημαντικά μουσικά όργανα της Αναγέννησης. Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αυλές άνοιξαν τις πόρτες τους στους μεγάλους δεξιοτέχνες, που η φήμη τους διαδόθηκε σε όλη την ήπειρο. Το όργανο αυτό, που παίρνει τα δομικά χαρακτηριστικά του καθώς και το όνομά του από το αραβικό “al’ ud” ( αλ ούντ ) έφτασε στην Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα, μετά από την κατάκτηση της ιβηρικής χερσονήσου από τους Μουσουλμάνους. Στα τέλη του 1800 και κυρίως κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα έφτασε να είναι περισσότερο σημαντικό από οποιαδήποτε άλλο όργανο. Προστέθηκε μια σειρά από συμπληρωματικές χορδές και μέσα από μια εξέλιξη σχημάτων και διαστάσεων, έγινε ένα λειτουργικό κομψό όργανο. Στο τέλος του 16ου αιώνα έγιναν ορισμένα πειράματα τα οποία ολοκληρώθηκαν με την προσθήκη νέων σειρών από χορδές. Αυτοί οι νεωτερισμοί οδήγησαν στη γέννηση νέων οργάνων γνωστών ως μπαρόκ λαούτα. Κατά τα τελευταία χρόνια του 1600, ωστόσο, άρχισε μια διαδικασία αργής παρακμής. Η ηχητική ένταση του λαούτου ήταν πολύ χαμηλή για τις μεγάλες σάλες των κοντσέρτων. Ευτυχώς, η εξαφάνισή του δεν ήταν ολοκληρωτική και τόσο στο τέλος του 1800 όσο και τα τελευταία 30 χρόνια του 1900, γεννήθηκαν κινήματα ανάκτησης του οργάνου. Κατά τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να εμφανίζονται σχήματα και μουσικοί με ειδικότητα στο μπαρόκ ρεπερτόριο, που έδωσαν ζωή σε νέα στυλ ερμηνείας.
Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα, κλαρίνο, ή άλλα όργανα. Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα. Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Το λαούτο είναι συνοδευτικό όργανο και το συναντάμε τόσο στην στερεά Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου με συνοδεία βιολιού και στην Κρήτη με συνοδεία λύρας. Παλιότερα χρησιμοποιείτο και ως σολιστικό όργανο, παράδοση που διατηρείται μέχρι σήμερα κυρίως στην Κρήτη.